- ἐγκαθέτων
- ἐγκάθετοςput in secretlymasc/fem/neut gen plἐγκαθίημιlet downaor imperat act 3rd dual
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κλάκα — η 1. τα χειροκροτήματα ή άλλες επιδοκιμαστικές ή αποδοκιμαστικές εκδηλώσεις εγκαθέτων, πληρωμένων συνήθως, σε θέατρο, συνέλευση ή άλλη συγκέντρωση, με σκοπό τη δημιουργία καλών ή κακών εντυπώσεων υπέρ ή κατά ηθοποιού ή ομιλητή και τον επηρεασμό… … Dictionary of Greek